πιστολιοθήκη

πιστολιοθήκη
και πιστολοθήκη, η, Ν
θήκη πιστολιού, συνήθως δερμάτινη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιστόλι + θήκη (< τίθημι), πρβλ. ιματιο- θήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”